- προσάγιος
- προσάγιος [pron. full] [ᾰ], ον, ([etym.] προς-άγω)A capable of being brought into court, Mitteis Chr.96 iii 5 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσάγιος — ον, Α αυτός που μπορεί να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσάγω + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek